αναξηραντικός

αναξηραντικός
η , ό[ν] высушивающий, просушивающий; осушающий; осушительный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αναξηραντικός" в других словарях:

  • ἀναξηραντικός — fit for drying masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναξηραντικός — ή, ό (Α ἀναξηραντικός, ή, όν) [ἀναξηραίνω] αυτός που αποξηραίνει, που στεγνώνει, ο κατάλληλος για αποξήρανση, αποξηραντικός …   Dictionary of Greek

  • ἀναξηραντικά — ἀναξηραντικός fit for drying neut nom/voc/acc pl ἀναξηραντικά̱ , ἀναξηραντικός fit for drying fem nom/voc/acc dual ἀναξηραντικά̱ , ἀναξηραντικός fit for drying fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξηραντικῶν — ἀναξηραντικός fit for drying fem gen pl ἀναξηραντικός fit for drying masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξηραντικόν — ἀναξηραντικός fit for drying masc acc sg ἀναξηραντικός fit for drying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξηραντικαῖς — ἀναξηραντικός fit for drying fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξηραντικαί — ἀναξηραντικός fit for drying fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξηραντικοῖς — ἀναξηραντικός fit for drying masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξηραντικοῦ — ἀναξηραντικός fit for drying masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξηραντικῆς — ἀναξηραντικός fit for drying fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξηραντική — ἀναξηραντικός fit for drying fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»